παραμιλητό

παραμιλητό
το
παραμίλημα, παραλήρημα: Όσο διαρκούσε ο πυρετός του, δεν έπαψε το παραμιλητό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραμιλητό — το παραμίλημα, παραλήρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμιλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. μουρμουρ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλόγημα — το [αλληλογώ] 1. αλλαγή γνώμης, μεταμέλεια 2. παραμιλητό, παραλήρημα …   Dictionary of Greek

  • ονειρολεσχία — ὀνειρολεσχία, ἡ (Α) παραμιλητό κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + λεσχία (< λέσχης < λέσχη «συγκέντρωση, συνάθροιση»), πρβλ. μεταρσιο λεσχία] …   Dictionary of Greek

  • παραλαλητό — το ασυνάρτητη ομιλία, παραμιλητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλαλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. παραμιλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • παραλογητό — και παραλοητό, το παραλογισμός, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλογώ + κατάλ. ητό (πρβλ. παραμιλητό)] …   Dictionary of Greek

  • παραμίλημα — το [παραμιλώ] 1. λόγια ακανόητα, ασυνάρτητα, κυρίως ως σύμπτωμα ψυχικής ή οργανικής ασθένειας, παραμιλητό 2. μτφ. φλυαρία, λογοδιάρροια …   Dictionary of Greek

  • παραλήρημα — το, ατος 1. σύμπτωμα διανοητικής σύγχυσης που εκδηλώνεται με φλυαρία, λόγια ασυνάρτητα, παραμιλητό, αλλιώς ντελίριο: Ο πυρετός του έφερε παραλήρημα. 2. μτφ., ακράτητος ομαδικός ενθουσιασμός, ομαδική υστερία: Η υποδοχή του συνοδευόταν με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμίλημα — το λόγια ακατανόητα, ασυνάρτητα, παραμιλητό, παραλήρημα στον ύπνο ή από αρρώστια: Μέσα στο παραμίλημά του δεν ήξερε τι έλεγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”